καθομηρεύω

καθομηρεύω
καθομηρεύω (Α)
εκφράζομαι στην ομηρική γλώσσα, λέγω κάτι ομηρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. καθ' Ὅμηρον (ενν. ομιλώ, λέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”